ῥαχιαίους

ῥαχιαίους
ῥαχιαῖος
of the spine
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετακάρπιο — Τμήμα του σκελετού του άκρου χεριού, που βρίσκεται ανάμεσα στα οστά του καρπού και στις φάλαγγες. Αποτελείται από τα πέντε μετακαρπικά οστά, τα οποία αρθρώνονται, κεντρικά μεν με τα οστά του δεύτερου στοίχου του καρπού, περιφερειακά δε με τις… …   Dictionary of Greek

  • ραχιαίος — α, ο(ν) / ῥαχιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ράχη ή εντοπίζεται σε αυτήν (α. «ραχιαίος μυς» β. «τοὺς μύας τοὺς ῥαχιαίους», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

  • σπληνιοειδής — ές, Ν φρ. «σπληνιοειδής μυς» ανατ. καθένας από τους μακρούς ραχιαίους μυς που βρίσκονται, αντίστοιχα, δεξιά και αριστερά από την αυχενοθωρακική μοίρα τής σπονδυλικής στήλης, στρέφουν με την κάμψη τους τον αυχένα και το κεφάλι και γι αυτό… …   Dictionary of Greek

  • διπλόδοκος — (diplodocus). Γένος απολιθωμένων ζώων που ανήκαν στα σαυρόποδα, σαυρίσχια και δεινοσαύρια ερπετά. Το σώμα τους είχε μήκος 24 μ. και ύψος 5 μ. Το κεφάλι τους, μήκους 60 εκ., έφερε δύο προοφθαλμιακά ανοίγματα και ρινικές οπές στο πίσω μέρος, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”